ἐπικαταρραγείς

ἐπικαταρραγείς
ἐπικαταρρήγνυμαι
aor part pass masc nom/voc sg
ἐπικαταρρᾱγείς , ἐπικαταρρήγνυμαι
aor part pass masc nom/voc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • επικαταρρήγνυμι — ἐπικαταρρήγνυμι (Α) διαρρηγνύω, καταξεσχίζω 2. παθ. ἐπικαταρρήγνυμαι πέφτω πάνω σε κάποιον ορμητικά («ἐπικαταρραγεὶς αὐτῷ πέτρος ὑπερμεγέθης», Διον. Αλ.) 3. παθ. καθαρίζομαι εντελώς με καθαρτικό. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + καταρρήγνυμι «συντρίβω,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”